Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ



Το ξυπνητήρι με μικρές ψηφιακές δονήσεις και συριγμούς επαναλαμβανόμενους  σφήνωσε στα αυτιά του την ώρα: πέντε και τριάντα το πρωί στο ίδιο διαμέρισμα των τελευταίων δέκα χρόνων, της οδού Ρήγα Φεραίου στη Νεάπολη, αγορασμένο με δάνειο από τη Γιούρομπανκ, υποθηκευμένο για είκοσι χρόνια, «τα δέκα τα φάγαμε», σκεφτόταν κάθε φορά που ξυπνούσε ο Ηλίας Πύργος από τα χαράματα για να πιστωθεί στον λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου του το μεροκάματο. Κάθε πρωινό ξύπνημα και μια πίστωση, κάθε γουλιά καφέ που ζέσταινε το λαρύγγι του, κρύωνε την τσέπη του, αλλά το χε συνηθίσει, όπως είχε συνηθίσει τις καθημερινές περιπλανήσεις στους δρόμους της Μακεδονίας τροφοδοτώντας με φάρμακα τα φαρμακεία της επαρχίας.
Σηκώθηκε σβέλτα από το κρεβάτι αφήνοντας δίπλα του το ζεστό κορμί της γυναίκας που ζούσαν μαζί τα τελευταία είκοσι χρόνια, δέκα χρόνια στο νοίκι και τα τελευταία δέκα επιτέλους με δικό τους κεραμίδι στο κεφάλι, τρόπος του λέγειν δηλαδή αφού ήταν διαμέρισμα στον δεύτερο και δεν είχαν κανένα κεραμίδι από πάνω, όχι βέβαια πως αν είχαν θα ήταν και δικό τους. Ο Ηλίας Πύργος φρόντιζε όμως πάντα να μην αφήνει τέτοιες σκέψεις να εισχωρήσουν μαζί με την υγρασία της πόλης στο μυαλό του, όπως φρόντιζε να μην ενοχλεί τη γυναίκα του τόσο νωρίς χαλώντας της τη ζεστασιά των ονείρων.
Ζέστανε σε ένα μπρίκι ελληνικό καφέ, περιμένοντάς τον να φουσκώσει από εθνική περηφάνια προτού τον σερβίρει αχνιστό. Ρούφηξε προσεκτικά την πρώτη γουλιά, ένοιωσε τη γλώσσα του να καίγεται και τον ουρανίσκο να αποκρυπτογραφεί τις γεύσεις και τα αρώματα του χαρμανιού πριν αυτό ολισθήσει στο στομάχι όπου πλέον θα χανόταν κάθε μαγεία. Με το πρώτο φρρρρ του ρουφήγματος κόλλησε τη μούρη του στο τζάμι της κουζίνας. Έξω μια ψιλή βροχή ράγιζε τα φώτα της Σαλονίκης.
Τακτοποίησε στο μυαλό του τη διαδρομή. Θα έβαζε μπρος το μικρό βανάκι που τον περίμενε κάτω από την πολυκατοικία, θα πήγαινε στη Σταυρούπολη στη φαρμακαποθήκη, θα φόρτωνε την παραγγελία για τα φαρμακεία των Ιωαννίνων κι από κει περιφερειακό και βουρ για τα Γιάννενα.
Άναψε ένα τσιγάρο.  Με το φλιτζανάκι στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο αγνάντεψε από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η γυναίκα του είχε αλλάξει πλευρό στα όνειρά της. Η κόρη του στο άλλο δωμάτιο κολυμπούσε στα δικά της όνειρα με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.
Ακούμπησε προσεκτικά στον πάγκο της κουζίνας το άδειο φλιτζανάκι, έσβησε με μια στριφογυριστή κίνηση των δαχτύλων το τσιγάρο στο τασάκι, ήπιε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση και με απαλά βήματα απίθωσε στο μάγουλο της κόρης του ένα φιλί που το δέχθηκε με ευχαρίστηση γυρνώντας πλευρό. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι του χωλ, έριξε μια κλεφτή ματιά στη γυναίκα του που είχε κουκουλωθεί κάτω από το πάπλωμα. Πάει καιρός πια που δεν της έδινε φιλί το πρωί, ούτε αυτή ξυπνούσε για να τον χαιρετήσει όπως τότε που ζούσανε στο νοίκι.
Η μηχανή δέχθηκε απρόθυμα την πρωινή ανάφλεξη της βενζίνας, υπάκουσε με την δεύτερη προσπάθεια το σασμάν στην επιλογή της πρώτης και το γκάζι ένοιωσε το βάρος του ποδιού του Ηλία Πύργου που το κέντριζε να χύσει στα πνεμόνια της περισσότερη βενζίνα, να ξυπνήσει κι αυτή όπως ξύπνησε ο ίδιος με μια γουλιά σκέτου ελληνικού. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα και το καλοριφέρ αργούσε όπως πάντα να ζεστάνει τον χώρο. Το δεύτερο τσιγάρο κρεμόταν ήδη στα χείλη του και το ραδιόφωνο έλεγε τον καιρό:
«Χιονοπτώσεις προβλέπονται στα ορεινά της Μακεδονίας και σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο. Πιθανόν να χιονίσει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης»
Γαμώτο δεν μπορούσε να χιονίσει αποβραδίς να μη ξεκινήσω με τέτοιον γαμώκαιρο για τα Γιάννενα, σκέφτηκε, καθώς έβαζε την όπισθεν για να κωλώσει το βανάκι στην ανοιχτή πόρτα της φαρμακαποθήκης.
Τα κουτάκια σου είναι έτοιμα γυφτάκι, του φώναξε ο υπάλληλος που κουβαλούσε τα πλαστικά κουτιά μεταφοράς των φαρμάκων μέσα στο βανάκι.
Δε γαμιέσαι κι εσύ πρωί πρωί …….., του χαμογέλασε.
Καλό δρόμο νάχεις, του ευχήθηκε ανασηκώνοντας το δεξί χέρι
Σ ευχαριστώ νάσαι καλά ρε φίλε, ανταπάντησε καρφώνοντας την πρώτη.
Τα φώτα του αυτοκινήτου έπεσαν πάνω στην πινακίδα αντανακλώντας στα μάτια του την  πράσινη ένδειξη: ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ. Η βροχή συνέχιζε να χτυπά το παρμπρίζ ασταμάτητα αναγκάζοντας τους υαλοκαθαριστήρες σε ένα λυσσασμένο πήγαινε έλα. Στο βάθος μια καταχνιά μέσα στο χάραμα σκέπαζε το Βέρμιο κρύβοντας τα φώτα της Βέροιας. Η κίνηση υποτονική. Μια άσπρη μερσέντες πέρασε δίπλα από το βανάκι με σχετικά μικρή ταχύτητα. Ο Ηλίας Πύργος με την άκρη του ματιού του αποτύπωσε μια γυναικεία φιγούρα να οδηγεί αφήνοντας ξοπίσω της ένα υγρό σύννεφο που θόλωσε τους αμφιβληστροειδείς του καθυστερώντας τη μετατροπή του οπτικού σήματος σε ηλεκτρικό, αναγκάζοντάς τον να βάλει στο φουλ τους υαλοκαθαριστήρες για να γαληνέψει ο εγκέφαλος πρωινιάτικα.
Ο ουρανός τώρα καθόταν βαρύς πάνω στο Βέρμιο καθώς το βανάκι ανηφόριζε το βουνό αφήνοντας στα δεξιά του τα φώτα της Βέροιας να τρεμουλιάζουν στο κρύο και τη βροχή. Η ηλεκτρονική πινακίδα αναβόσβηνε από μακριά: ΜΕΙΩΣΤΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΟΛΙΣΘΗΡΟ ΟΔΟΣΤΡΩΜΑ και η Γαλάνη στο δεύτερο συμφωνούσε με την πινακίδα της Εγνατίας Οδού Α.Ε «Βροχή και σήμερα».
Το γρανάζι στον δρόμο του υπενθύμισε την προσέγγιση στα πρώτα διόδια, άνοιξε το παράθυρο, το κρύο εισέβαλε στην καμπίνα, έδωσε δυο και σαράντα στην κοπέλα και πήρε μια καλημέρα και ένα καλό ταξίδι. Είπε ένα ξερό «ευχαριστώ» και έβαλε την πρώτη. Στα δεξιά στην άκρη των διοδίων η λευκή μερσεντές ήταν σταματημένη και μέσα της το φωτάκι έδειχνε καθαρά τη γυναίκα να έχει σκύψει στο πίσω κάθισμα και να τακτοποιεί ένα παιδί. Πέρασε σιγά σιγά από δίπλα κοιτάζοντάς την. Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα και τον κοίταξε, τόσο όσο της επέτρεπε ο χρόνος που χρειάσθηκε το βανάκι να χαθεί από το οπτικό της πεδίο.
Κατουρήθηκε ο μικρός,  χαμογέλασε και άναψε τσιγάρο.  Η εικόνα της αυτή τη φορά είχε αποτυπωθεί στο εγκέφαλό του. Ήταν γύρω στα 40, μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα σε αλογοουρά που φώτιζαν το πρόσωπό της κάτω από το λαμπάκι της καμπίνας.
Που να πηγαίνει άραγε τέτοια ώρα Δευτεριάτικα, μόνη γυναίκα με ένα παιδί μέσα στην Εγνατία; σκέφτηκε και δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου. Άναψε τσιγάρο.
Παντού μπορεί κανείς να βρει μια μοναχική γυναίκα, ακόμη και στην  Εγνατία, μονολόγησε και σκέφτηκε τη δική του γυναίκα, θα είχε ξυπνήσει σίγουρα, θα είχε κατουρήσει, θα είχε πλυθεί και τώρα θα ζέσταινε το νερό για το νες καφέ της. Δεν είχαν τα ίδια γούστα στον καφέ. Τελευταία παρατηρούσε πολλές διαφορές στα γούστα τους  που ενώ υπήρχαν χρόνια δεν τις είχε δώσει σημασία.
Ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε να δει τι κάνω, πέρασε από του μυαλό του και πήρε στα χέρια το κινητό, το πέταξε όμως αμέσως στη θέση του συνοδηγού.
Ο ορεινός όγκος της Πίνδου με ακαθόριστο περίγραμμα ξεπρόβαλε μέσα στο χάραμα, δεν φαινόταν καθαρά  αλλά ήξερε ότι βρισκόταν εκεί πίσω από τα μαύρα σύννεφα. Μια αντάρα στο ορίζοντα μαρτυρούσε την κακοκαιρία. Ήδη οι σταγόνες της βροχής είχαν μετατραπεί σε σταγόνες χιονόνερου, αφήνοντας τα πρώτα γεωμετρικά σχήματα πάνω στο παρμπρίζ πριν εξαφανιστούν από το λάστιχο των υαλοκαθαριστήρων και σταδιακά σε κανονικές νιφάδες χιονιού που χάνονταν κάθε φορά που το βανάκι έμπαινε σε τούνελ όπως χάνονταν και το ραδιοφωνικό  σήμα.  Μείωσε την ταχύτητά του, ενώ την ίδια ώρα περνούσε πάλι από δίπλα του η λευκή μερσέντες. Η γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε. Του φάνηκε ότι τον κοιτούσε ώρες, ότι τη γνώριζε από παλιά, ότι είδε ακόμη και τα μάτια της στο λιγοστό φως του πρωινού και ότι ήταν κόκκινα. Μια κόκκινη γραμμή άφησαν ξοπίσω τους τα στοπ της μερσέντες.
Η πρώτη πτωτική αντίδραση των βλεφάρων, χτύπησε καμπανάκι και δεξί φλάς στο σταθμό ξεκούρασης έξω από τα Γρεβενά. Στο παρκινγκ δυο Βουλγάρικες νταλίκες έπαιρναν ανάσες μέσα σε ένα λευκό πέπλο ησυχίας. Σε μια άκρη η άσπρη μερσέντες άδεια. Σταμάτησε το βανάκι μπροστά στην αντλία περιμένοντας τον κουκουλωμένο μέχρι τ’ αυτιά υπάλληλο του σταθμού να φουλάρει το ρεζερβουάρ. Μέσα από τα υγρά τζάμια τα μάτια του ανήσυχα έψαχναν στον χώρο.
«Πενήντα ευρώ» διέκοψε ο κουκουλωμένος υπάλληλος την αναζήτηση. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πενηντάρικο, πήρε την απόδειξη και πάρκαρε το βανάκι δίπλα στη μερσέντες. Πρόσεξε ότι είχε Σαλονικιότικες πινακίδες. Σήκωσε τους γιακάδες του μπουφάν και βγήκε έξω στην λευκή ησυχία του σταθμού. Η αυλή άρχισε να ασπρίζει, όπως και τα μαλλιά του. Με γρήγορες κινήσεις μπήκε μέσα στην καφετέρια, τίναξε από πάνω του το χιόνι και κατέβασε τους γιακάδες. Η γυναίκα σε ένα τραπέζι τάιζε τον μικρό και μπροστά της ένα τσιγάρο ξεψυχούσε στο τασάκι. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει παρότι αισθανόταν πως η γυναίκα είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Ήταν πράγματι όμορφη. Μπήκε βιαστικά στην τουαλέτα. Όταν βγήκε έξω πρόλαβε να δει από την τζαμαρία τη φιγούρα της γυναίκας με το παιδί αγκαλιά να χάνεται με προσεκτικά βήματα μέσα στον λευκό φόντο του προαυλίου. Παράγγειλε έναν σκέτο ελληνικό, άναψε τσιγάρο και παρατήρησε με σχολαστικότητα τις κινήσεις της γυναίκας, μέχρι που έβαλε όπισθεν και απομακρύνθηκε από τον σταθμό. Αυτές τις  στιγμές καμμία παράσταση του παρελθόντος δεν μπορεί να μπουκάρει στο μυαλό, διότι ήδη είναι τιγκαρισμένο με φρέσκιες εικόνες που απωθούν κάθε τι παλιό και μόνο σκέψεις μπορούν να γεννηθούν, σκέψεις που απαλύνουν τη μοναξιά του σώματος.
Οδηγούσε πλέον πολύ προσεκτικά γιατί ο δρόμος άρχισε να γλιστρά. Πλησίαζε τη μεγάλη σήραγγα του Μετσόβου και το τοπίο είχε γίνει κατάλευκο. Τα κίτρινα φώτα του οχήματος οδικής βοήθειας της Εγνατίας τον υποχρέωσαν να μηδενίσει. Μπροστά του δυο τρία αυτοκίνητα σταματημένα. Από το τζάμι του διέκρινε σταματημένη στην αρχή της ουράς τη λευκή μερσέντες.
Πρέπει να τοποθετήσετε αλυσίδες κύριε, τον ενημέρωσε ο υπάλληλος της εταιρίας αφού πρώτα τον καλημέρισε.
Φοράω χιονολάστιχα.
Μπορείτε τότε να προχωρήσετε
Πλησίασε στη μερσέντες. Η γυναίκα ήταν σκυμμένη στο πορτ μπαγκάζ, την προσπέρασε και πάρκαρε μπροστά της. Με ένα γρήγορο σάλτο βρέθηκε στο οδόστρωμα.
Μπορώ να σας βοηθήσω; Είπε στη γυναίκα πίσω από την πλάτη της
Σας ευχαριστώ πολύ, με υποχρεώνεται, δεν ξέρω να βάζω αλυσίδες, του απάντησε προσπαθώντας με αρκετή επιτυχία να κρύψει την έκπληξή της.
Με γρήγορες κινήσεις ο Ηλίας Πύργος τοποθέτησε τις αλυσίδες στους πίσω τροχούς της μερσέντες, η γυναίκα έτριβε τα χέρια της από το κρύο, η μύτη της είχε κοκκινίσει και ο μικρός κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο ζεστό καθισματάκι του.
Που πηγαίνετε τέτοια ώρα μόνη γυναίκα με παιδί; πήρε το θάρρος ο Ηλίας Πύργος και ρώτησε καθώς κούμπωνε τους γάντζους της τελευταίας αλυσίδας στη ζάντα.
Πηγαίνω στα Γιάννενα, εκεί μένουμε, του απάντησε με ένα θλιμμένο χαμόγελο χωρίς να ακουμπήσει τη λέξη «μόνη»
Κι εγώ στα Γιάννενα πηγαίνω, θα είμαι εγώ μπροστά κι εσείς από πίσω να με ακολουθείτε για ασφάλεια, της είπε με έναν τόνο καθησυχαστικό.
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει με την ίδια αμείωτη ένταση πάνω στην κορυφογραμμή της Πίνδου και τα δυο αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο έσκιζαν αργά με τις ρόδες τους το  υγρό άσπρο πάπλωμα που σκέπαζε τον δρόμο, για να γίνει πίσω τους ευθύς αμέσως όπως πριν.
Ο Ηλίας Πύργος έβλεπε από τον καθρέφτη τη γυναίκα που τον ακολουθούσε. Στα μάτια της είχε έναν τόνο οικειότητας που σιγά σιγά, χιλιόμετρο χιλιόμετρο, αυξανόταν η έντασή της. Ένα χαμόγελο του ήρθε στα χείλη και το άφησε να ξεφύγει. Η γυναίκα του απάντησε με τον ίδιο τρόπο.
Σε λίγο η γυναίκα βρισκόταν δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού, καπνίζανε τσιγάρο, γελούσαν, μιλούσαν για ταξίδια, καλοκαίρια και θάλασσες, ακούγανε μουσική από το ραδιόφωνο, του είπε για τον άνδρας της, ήταν χωρισμένοι, ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση αν είναι ευτυχισμένος με τον γάμο του, πάντα απέφευγε να πάρει θέση γιαυτό το ζήτημα, της έπιασε το χέρι, αυτή ανταποκρίθηκε με ένα χαμόγελο που είχε χάσει τη θλίψη του, έγειρε στο πλευρό του και του έδωσε ένα φιλί. Η μερσέντες ακολουθούσε τον καθρέφτη του με τις αλυσίδες στους τροχούς, αργά, με ένα παιδάκι μέσα μόνο να κοιμάται.
Την ίδια στιγμή η γυναίκα του σκέφτηκε να στείλει ένα ντρινν στο κινητό για να μάθει που βρίσκεται. Πάντα τις πιο ακατάλληλες ώρες παίρνουν τηλέφωνο οι γυναίκες διότι σχεδόν πάντα διαισθάνονται από τη φύση τους τον κίνδυνο.
Που είσαι;
Πλησιάζω στα Γιάννενα, είχε χιόνι ο δρόμος αλλά τώρα είναι καλά, καθάρισε, απάντησε ενοχλημένος και αμέσως κοίταξε τον καθρέφτη του. Η μερσέντες ακολουθούσε υπομονετικά.
Πρέπει να κλείσω θα σε πάρω μόλις φτάσω, της είπε και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο πετώντας το στη άδεια θέση του συνοδηγού.
Έντρομος φρενάρισε και πετάχτηκε αλαφιασμένος έξω από το βανάκι. Η μερσέντες σταμάτησε απορημένη με τη φούρια του.
Τι συμβαίνει; τον ρώτησε με αγωνία
Συγγνώμη αλλά έπρεπε να βγάλουμε τις αλυσίδες ο δρόμος ήταν καθαρός. Τα λάστιχά σας καταστράφηκαν !!
Χίλια συγγνώμη και πάλι, απολογήθηκε ο Ηλίας Πύργος για το λάθος του, Έπρεπε να σας σταματήσω πιο νωρίς να σας βγάλω τις αλυσίδες. Πώς να σας βοηθήσω τώρα; Η ανησυχία είχε κατακυριεύσει το πρόσωπό του.
Η γυναίκα του χαμογέλασε τρυφερά και του έδωσε το χέρι της.
Δεν πειράζει, σας ευχαριστώ για όλα. Είμαστε έξω από τα Γιάννενα, θα ειδοποιήσω τον άνδρα μου, έχει βουλκανιζατέρ.

* * * * *
Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΜΟΣΚΟΒΙΤΣ



Στον Γιάννη και τη Λίλια
Ο Γιάννης χόρευε ένα ζεϊμπέκικο κάτω από το κίτρινο φως της λάμπας του οινοφροντιστηρίου  στη γέφυρα  της Λαμπράκη προς Τούμπα ακολουθώντας τον λυγμό του Καζαντζίδη στο «δυο πόρτες έχει η ζωή». Οι αργές μακρόσυρτες κινήσεις του άδειαζαν τα κεφάλια μας από τη δικονομία, την ώρα που η μαλαματίνα είχε σχεδόν καταλάβει τις φλέβες και αποχρωματίσει τα ερυθρά αιμοσφαίρια, ενώ ο καπνός είχε τιγκάρει τον εγκέφαλο με ντοπαμίνη.  Τίποτα δεν μπορούσε να διακόψει την ιερή τελετουργία, ούτε καν τα παλαμάκια της Λίλιας που στεκόταν με τα γόνατα στα πλακάκια σε στάση ικεσίας μπροστά στον χορευτή. Ένα τόσο θλιμμένο τραγούδι διασκέδαζε την αμεριμνησία μας και ξόρκιζε τον χρόνο, τον θάνατο, τη φθορά.
Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα, Μάης του χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε, όταν μείναμε μόνοι να ρουφάμε τις τελευταίες γουλιές ρετσίνας από τα ποτήρια μας ενώ  σιγά σιγά η μικρή ορχήστρα ξέπνοη από την προσπάθεια έκλεινε τις νότες της μέσα στις ζελατίνες για την επόμενη βραδυά. Η νύχτα έξω ήταν το ίδιο κίτρινη λες και πήραμε μαζί μας τη λάμπα της ταβέρνας για φανάρι στο δρόμο της επιστροφής. Ποιος ξέρει, μπορεί τελικά και να την είχαμε πάρει. Στα εικοσιένα μας άλλωστε θα μπορούσαμε να είχαμε μεταφέρει και την ταβέρνα ολάκερη για ένα τελευταίο ποτηράκι στη διαδρομή.
Στη διασταύρωση της Παπάφη θα χωρίζανε για εκείνο το βράδυ οι δρόμοι μας, ο Γιάννης με τη Λίλια τον δικό τους δρόμο κι εγώ τον μοναχικό μου για την Καμάρα. 
Οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί εκείνη τη νύχτα ή και να μη συμβεί τίποτα, αν και πάντα, κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο κάτι συμβαίνει στον κόσμο που το βαφτίζουμε άλλοτε σημαντικό, άλλοτε ασήμαντο, άλλοτε ευχάριστο, άλλοτε δυσάρεστο, χωρίς όμως ποτέ να χάνει αυτή καθεαυτή την ταυτότητα του γεγονότος, που ως βίωμα πια βρίσκει μια θέση κάπου στην ψυχή, κάπου στο μυαλό, κάπου τέλος πάντων μέσα μας, για να παραμείνει θαμμένο, να ανασυρθεί ή και να εμφανισθεί απροσκάλεστο στο μέλλον.
Τα φρένα στρίγγλισαν, οι τροχοί μπλόκαραν στο παλιό σκουριασμένο Λάντα Νίβα που ακόμη, εν έτει δυο χιλιάδες δώδεκα, κυκλοφορούσε στους δρόμους χωρίς να έχει ιδέα για το θαυματουργό προϊόν της τεχνολογίας που ακούει στο όνομα ει μπι ες, σύρθηκε δεξιά και αριστερά αλλά τελικά δεν κατάφερε να αποφύγει τον αδέσποτο σκύλο που επιχείρησε να περάσει τη διάβαση κάτω από το κίτρινο φως του φεγγαριού. Ένας γδούπος πάνω στον μεταλλικό προφυλακτήρα ήταν αρκετός να πάρει τη ζωή μπροστά στα μάτια μου.
«Γαμημένο μου κατέστρεψες το αμάξι» φώναξε εκνευρισμένος ο οδηγός καθώς έβγαινε από το Λάντα, ενώ εγώ είχα καρφώσει το βλέμμα μου πάνω στο ήρεμο πρόσωπο του σκύλου που ανοιγόκλεινε το στόμα του, σα να άφηνε την ψυχή του να δραπετεύσει σε μικρά μικρά κομμάτια.
«Δικός σας είναι ο σκύλος;» με ταρακούνησε αγριεμένος ο οδηγός.
Μερικές φορές απορώ με τη ικανότητα των Ελλήνων να χρησιμοποιούν τον πληθυντικό στις πιο ακραίες καταστάσεις, ενώ στις περιπτώσεις που η ζωή είναι ευγενική και καλοσυνάτη δίνουν και παίρνουν οι κτητικές αντωνυμίες στον ενικό.
«Ναι δικός μας είναι ο σκύλος» του απάντησα με πληθυντικό αγένειας «Το αυτοκίνητο όμως είναι δικό σου» συμπλήρωσα, για να εκραγεί, να πει μέσα από τα δόντια του κάτι σαν «Σε μαλάκα έπεσα γαμώ την γκαντεμιά μου», να βάλει μετά μπρος το σκουριασμένο Λάντα και να με θυμιατίσει με ένα περιποιημένο ντουμάνι, ικανό όμως να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός γεγονότος που θα έψαχνε αμέσως χώρο να θρονιαστεί κάπου μέσα μου και σαν τα καινούρια μηχανάκια του υπουργείου οικονομικών να κάνει διασταύρωση με ήδη αποθηκευμένα αρχεία. Το πλησιέστερο αρχείο στο λήμμα «Λάντα» ήταν το «Μόσκοβιτς» με ημερομηνία δημιουργίας Μάιο του χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε.
Το παρμπρίζ του αυτοκινήτου στη διασταύρωση της Παπάφη θρυμματίσθηκε από το βάρος μου την ίδια ώρα που η ψυχή πάσχιζε να μη γίνει κομματάκια, ανοιγόκλεισα τα μάτια και σαν φωτογραφικά ενσταντανέ εμφανίσθηκαν δυο κίτρινα φώτα δεξιά μου, ύστερα ο ουρανός ενός αυτοκινήτου και μια εκνευριστική φωνή «με γεμίσατε αίματα το ταξί», μετά η γύψινη οροφή των εξωτερικών ιατρείων του Αχέπα με άσπρα ψυχρά φώτα και μια φωνή να λέει «δεν έχουμε χρόνο»
Όμως είχα ακόμη χρόνο. Ο σκύλος δεν είχε. Ένας διαρκής κυκλικός χορός γύρω από τον χρόνο ανθρώπων, ζώων, πτηνών, ψαριών, φυτών μέχρις εξαντλήσεως, σαν σε αντάμωμα σε ένα πανηγύρι που σιγά σιγά στο τέλος μένουν στην πίστα ένας δυο να λικνίζονται για να εγκαταλείψουν στο τέλος κι αυτοί την προσπάθεια. Ο θάνατος πάντα αποφασίζει πότε το γεγονός θα πάψει να μεταμορφώνεται σε βίωμα σε αυτόν που τον βιώνει. Για σκεφτείτε αν τελικά δεν είχα χρόνο, αυτή η ιστορία δεν θα γραφόταν ή ίσως αν γραφόταν από άλλον να είχε μια εντελώς διαφορετική θέαση. Το μόνο που θα παρέμενε αναλλοίωτο ίσως ήταν η έκθεση αυτοψίας της τροχαίας:
Οδηγός οχήματος: Γ.Μ  Τύπος οχήματος: Μόσκοβιτς

* * * * *
Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

ΤΑ ΧΑΡΤΟΚΟΥΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ


Από το παραθυράκι στο υπόγειο της οδού Ανδρομάχης, δηλαδή τι παραθυράκι φεγγίτης, ο ήλιος από ώρα κατάφερε να στείλει μερικά φωτεινά βέλη του ακριβώς πάνω στο μαξιλάρι που τσαλακωμένο κρυφοκοιτούσε αδιάκριτα την ονειρομηχανή του κρανίου μου. Στο δωμάτιο απλώνονταν ακόμη η μυρουδιά των βραδινών τσιγάρων ανάμικτη με μια μυρουδιά μούχλας και υγρασίας που τελευταία ενοχλούσε τις αρθρώσεις μου κάθε φορά που έπρεπε να λυγίσω τα γόνατα ή και να τα τεντώσω για να κοιτάξω έξω στον δρόμο. Γύρισα ανάσκελα και κοίταξα το ταβάνι που ξεφλούδιζε χρώμα και σοβά τριγύρω από το ντουί της κρεμασμένης λάμπας πυράκτωσης, σα να ζάρωνε κι αυτό ασορτί με το πρόσωπό μου. Κάθε φορά που σπαράγματά του έπεφταν πάνω στο κρεβάτι, το μετακινούσα σε άλλη γωνία για να αποφύγω ανεπιθύμητη πτώση που πιθανόν να έθετε σε κίνδυνο τον ανυποψίαστο νυχτερινό περίπατο του μυαλού μου. Οι γωνίες όμως, σαν γεωμετρικά σχήματα,  είναι περιορισμένες και υστερούν σε πολλά από τις καμπύλες, τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο, έτσι το πήρα απόφαση ότι κάποιο βράδυ μια πτώση είναι πολύ πιθανό να με ανταριάσει ή να διακόψει κάποιον περίπατο ή ακόμη και να με στείλει στον αγύριστο μια και καλή. Αυτό που με καθησύχαζε όμως, για την τελευταία πιθανότητα, ήταν ότι δεν θα πήγαινα τουλάχιστον ανυποψίαστος.
Το ρολόι έδειχνε δέκα και όπως πάντα και κάθε μέρα έξω στο πεζοδρόμιο ο κανόνας της ζωής έλεγε "δούλευε για να ζήσεις", ο θεός το είχε κανονίσει αυτό από παλιά και δεν του αλλάζεις γνώμη αυτουνού ούτε με σφαίρες, που λέει ο λόγος. Το μόνο που μας επέτρεψε στο διάβα του χρόνου ήταν να το κάνουμε "ζήσε για να δουλεύεις", μιας και γιαυτόν δεν είχε καμία σημασία η σειρά των δυο ρημάτων στην πρόταση. Έτσι κι αλλιώς η δεύτερη εκδοχή ήταν πιο δύσκολη από την πρώτη, οπότε σου λέει αφού θέλουν να παιδεύονται μόνοι τους, στα παπάρια μου, δεν έχω καμία αντίρρηση, εγώ να τους βλέπω μόνο να παιδεύονται για να καταλάβουν τι είχαν και τι έχασαν τα ανθρωπάκια.
Χωρίς να βαρυγκομώ, σφούγγισα το πρόσωπο με τις παλάμες μου να φύγουν τα πολλά πολλά της νύχτας και κρεμάστηκα στον φεγγίτη. Ήταν άλλωστε η ώρα της. Το κεφάλι μου ίσα που έφτανε στο λασπωμένο τζάμι, όλο λέω να θυμηθώ να το καθαρίσω απέξω και πάντα το ξεχνώ, ώσπου να μη μπορώ να δω τίποτα, οπότε ίσως το καθαρίσω. Η γωνία της όρασης ξεκινούσε από τις λερωμένες πλάκες του πεζοδρομίου και έφτανε μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο όπου έβλεπα καθαρά ολόκληρες τις βιτρίνες των καταστημάτων. Ένα πλυντήριο ρούχων, ένα μπακάλικο, ένα κομμωτήριο, μια κλειστή μαύρη πόρτα μπάρ που τα βράδια άνοιγε και μπορούσες τότε να το πεις και κωλάδικο, ένα γραφείο τελετών. Αυτό το τελευταίο κατάστημα με ευχαριστούσε ιδιαίτερα να το βλέπω διότι ήταν μέρα νύχτα ανοιχτό, οπότε ο νεκροθάφτης θα άκουγε τον γδούπο του σοβά στο κεφάλι μου, θα ερχόταν αμέσως για τις περαιτέρω διαδικασίες κι έτσι δεν θα έμενα για πολλές μέρες και νύχτες ανάσκελα με τον στόμα ανοιχτό – ξέχασα να σας πω ότι ροχαλίζω τα βράδια, όχι δεν μου το πε κανένας αλλά ακούω το ροχαλητό μου – γεμάτο μουχλιασμένους σοβάδες.
Παρέλασαν από τα μάτια μου αρκετά μοκασίνια, γόβες, βρώμικα αθλητικά, σαγιονάρες, πανταλόνια, ράσα, μακριές και κοντές φούστες, όπως κάθε πρωί και όλα παναθεμά τους ήταν βιαστικά σαν το ένα ζευγάρι να κυνηγούσε το άλλο να το πιάσει χωρίς όμως να τα καταφέρνει. Ήταν η ώρα της. Τα μικρά αιχμηρά τακούνια έστελναν το κροτάλισμά τους στ’ αφτιά μου. Τεντώθηκα στις μύτες των ποδιών ενώ την ίδια στιγμή ένας σφάχτης στη μέση προσπάθησε να μου ανακόψει την αναρρίχηση χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα δυο μαύρα γοβάκια στάθηκαν ακριβώς μπροστά στη μεγάλη μου μύτη που ακουμπούσε το περβάζι. Καλογυαλισμένα και αστραφτερά. Μέσα τους οι καλλίγραμμες γάμπες της τυλιγμένες  με την αραχνοΰφαντη τρώση ενός μαύρου καλσόν έδειχναν αψεγάδιαστες σαν βγαλμένες από ασπρόμαυρη ταινία του Χόλυγουντ. Τα μάτια μου γύρισαν ανάποδα, μέχρι εκεί όμως που έβαζαν απαγορευτικό οι καλτσοδέτες, την ώρα που έσκυβε πάλι να τραβήξει ακόμη έναν  πόντο από το καλσόν της. Η ίδια κίνηση, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο πάντα. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι είχε πάρει μυρουδιά, αν όχι τα μάτια μου σίγουρα τη μύτη μου. Όπως σιγά σιγά έσκυψε, το ίδιο αθόρυβα σηκώθηκε, ίσιωσε το κορμί της και συνέχισε το περπάτημα στις πλάκες. Χάθηκε από το περιορισμένο οπτικό μου πεδίο κι εγώ ξεσκάλωσα το κορμί μου από τον φεγγίτη. Άνοιξα την κασετίνα και είδα ότι είχα ακόμη δυο τσιγάρα που θα με βοηθούσαν να ρουφήξω δυο γουλιές καφέ και να διαβάσω λίγες αράδες σε ένα βιβλίο. Πήρα από την στοίβα ένα κιτρινισμένο και χιλιοδιαβασμένο αντίτυπο του Ρομπέρτο Αρλτ που είχα αγοράσει σε έναν πάγκο στο Μπουένος Αϊρες, τότες που η ζωή μου δεν είχε φεγγίτες αλλά όμορφα φινιστρίνια και ωραίες γκόμενες στα λιμάνια της γης.
Φαγητό δεν είχα σήμερα, δεν είχα όμως και όρεξη, αφού εψές ξέρασα καταμεσίς στο δωμάτιο όσα είχα φάει από τον τενεκέ της γωνίας. Ευτυχώς που δεν έχω μοκέτα και γυναίκα. Στάμπαρα έναν καλύτερο τενεκέ στην αριστοκρατική συνοικία της πόλης προχθές που ξεδιάλεγα σκουπίδια για να πουλήσω στον παλιατζή. Δεν μπορείς να φανταστείς τι πετάνε οι πλούσιοι. Το βράδυ θα κονομήσω τσιγάρα απέναντι στο κωλάδικο. Μπορεί να μου στρίψουν και κανα τσιγαρλίκι οι πιτσιρικάδες άμα τους πω ιστορίες απ΄τα μπάρκα μου. Τα γουστάρουν αυτά οι νέοι. Μπορεί και να τα ονειρεύονται στον ξύπνιο τους. Το ουίσκι ήταν πάντα  εξασφαλισμένο. 
Μετά το διάβασμα λέω να ρίξω κι ένα σφουγγάρισμα γιατί η ξινίλα των ξερατών ακόμη μου κάθεται στη μύτη και περιμένω κόσμο το απόγευμα. Ένας νεαρός παπάς που γνώρισα στο συσσίτιο ξεσκίστηκε να με βοηθήσει. Θα έρθει το απόγευμα, δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, αλλά παπάδες δεν μ’ αρέσει να γαμάω, παρότι έχω κοιμηθεί με νεαρούς Ασιάτες που μου καναν τα γλυκά μάτια. Πάντα στη στεριά όμως, ποτές δεν μαγάριζα το καράβι.
Η κυρία με τις μαύρες γόβες δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου κάθε μέρα. Μπορώ να σας πω ότι έγινε το ξυπνητήρι για να σηκωθώ στην ώρα μου και να κρεμαστώ στον φεγγίτη. Είχα καταφέρει πλέον να ταιριάξω το υπόλοιπο μισό που ξέφευγε από το περιορισμένο οπτικό  μου πεδίο. Ενας ζουμερός σφιχτός κώλος και ύστερα λεπτή μέση που έσφιγγε μια φαρδιά ζώνη με αγκράφα γκρί ματ και μέσα της ζωσμένη μαύρη κολλητή μπλούζα η οποία τόνιζε το πλούσιο στήθος της. Ο λαιμός της !! Αχχ ο λαιμός της,  λευκός  σαν το κρίνο που μύρισε η Παναγιά, να αναδύει το άρωμά του και πάνω του ένα υπέροχο κεφάλι με δυο μεγάλα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια και κατάμαυρα μαλλιά μαζεμένα όλα πίσω, χωρίς ούτε μια τρίχα να λερώνει την λευκότητα. Η γυναίκα σίγουρα πενθούσε τον χαμένο έρωτα της ζωής της, που την άφησε μόνη να αντιμετωπίσει τη ζωή, χωρίς καμία χαρά πλέον στα σκέλια της. Δύσκολο καράβι η ζωή, αλλά οι γυναίκες ξέρουν και το κουμαντάρουν καλύτερα από εμάς του άνδρες. Εμείς εύκολα θα το τσακίσουμε, αυτές όχι.
Στο κωλόμπαρο μπήκα φουρτουνιασμένος, αφού ο παπάς ήθελε χαμουρέματα κι εγώ τον έστειλα στην ευχή της Παναγιάς και του Αη Νικόλα. Το ουίσκι με περίμενε στο μπαρ, όπως και τα τσιγάρα, αλλά απόψε δεν είχα καμία όρεξη για ιστορίες και παραμύθια. Άμα σεκλεντίζονταν κανείς να μου στρίψει τσιγαρλίκι, καλώς, αλλιώς θα έμενα χαρμάνι. Δε θαταν και η πρώτη μου φορά. Μια πιτσιρίκα κουνούσε τον κώλο της παραδίπλα και καλούσε τον εραστή της που χαμπάρι όμως δεν έπαιρνε, αφού η μαύρη του χε κάψει το μυαλό. Ρέγουλα δεν ήξεραν οι νέοι  τι θα πει. Μου την έσπαγε απόψε το κωλόμπαρο και μου χαλούσε τη διάθεση αυτό το καταθλιπτικό σκηνικό. Μπορεί να φταιγε και που κανένας δεν σεκλεντίστηκε για να φουμάρω. Τέλος πάντων μη σας σκοτίζω. Δεν γούσταρα μαυρίλα στη ζωή μου. Ξέρω ότι η ζωή είναι φως, άμα θέλω μαυρίλα καλύτερα να πεθάνω να χορτάσω σκοτάδι, αλλά γιατί να το βιάζομαι; Κοίταξα το ρολόι και ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ώρα για δουλειά, πριν έρθουν οι σκουπιδιάρες του Δήμου και τα πάρουν όλα. Πρέπει να βγάλω κανα φράγκο, να πληρώσω αύριο και το γαμωνοίκι, για δεν τα μπορώ τα χαρτόκουτα. Δεν έχουν φινιστρίνια.
Κίνησα για τη δυτική πλευρά της συνοικίας εκεί που ήταν οι τενεκέδες των πλουσίων, να ξεδιαλέξω τα καλύτερα για πούλημα και που ξέρεις … μπορεί να περίσσευε και κανα φιλέτο με φουα γκρα και χαβιάρι που όλο και κάποιο κακομαθημένο νιάνιαρο θα είχε πετάξει στα σκουπίδια.
Πλησίασα τον πρώτο τενεκέ της σειράς. Από μακριά μια σιλουέτα ξεχώριζε μπροστά στον τενεκέ να σκαλίζει. Όσο πλησίαζα διαγράφονταν αχνές γραμμές ενός σώματος που στηρίζονταν στις μύτες  και το μισό του μέρος ήταν χωμένο στον τενεκέ. Πλησίασα κι άλλο από πίσω χωρίς η σκιά να με αντιληφθεί. Η στενή φούστα διέγραφε έναν ζουμερό κώλο και όσο κατέβαινε το βλέμμα μου χαμηλότερα διέκρινα δυο υπέροχες γάμπες σαν αυτές των ηθοποιών του Χόλυγουντ ντυμένες με μαύρο καλσόν, για να καταλήξω σε ένα ζευγάρι μαύρες  καλογυαλισμένες γόβες στιλέτο.
Γύρισα το κεφάλι μου και κίνησα χωρίς θόρυβο για τους τενεκέδες της ανατολικής πλευράς της συνοικίας. Δεν είναι σωστό να  τρομάζει κανείς μια κυρία νυχτιάτικα.  


* * * * *
Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο συγγραφέας μέσα από την αυστηρή διάταξη μιας επιστολής στον Διοικητή των Κατοχικών δυνάμεων του Παρισιού μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της κατοχικής Γαλλίας, όχι αυτή της ηρωϊκής και αντιστασιακής, αλλά της Γαλλίας του δωσιλογισμού, του αντισημιτισμού, του ρατσισμού. Η πνευματική της τάξη υποταγμένη στη ρητορική του εθνικοσοσιαλισμού περί ενωμένης Ευρώπης,  αδυνατεί να δει  ακόμη και την καταστροφική δύναμη του πολέμου που ποτέ δεν κάνει διακρίσεις.
Ο επιστολογράφος, διανοούμενος και ακαδημαϊκός, υποστηρικτής του στρατηγού Πεταίν, υμνητής του εθνικοσοσιαλισμού, σφοδρός υπέρμαχος της καθαρότητος της Αρίας φυλής, μέσα στη δίνη του πολέμου αναγκάζεται να μείνει μαζί με τη νύφη και τα εγγόνια του, αφού ήδη έχει ανακαλύψει ότι η Γερμανίδα νύφη του είναι Εβραία.
Ο έρωτας ξεφεύγει από το πλατωνικό του στοιχείο και συνυπάρχει με τις φρικαλεότητες του πολέμου, αντιμαχόμενος τις ιδεολογίες.
Ο Slocombe παρότι τηρεί την αυστηρή  φόρμα μιας επιστολής γραμμένη από διανοούμενο, εντούτοις ακολουθεί πιστά τους κανόνες πλοκής ενός μυθιστορήματος και κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη μέχρι το τέλος της. Οι χαρακτήρες αληθινοί και η μοίρα τελικά τραγική, δεν συγχωρεί ηρωισμούς και κάθε τέτοια απόπειρα συνθλίβεται κάτω από το βάρος του φόβου. Η ανθρώπινη φύση παρουσιάζεται ευάλωτη, όπως πραγματικά είναι και όχι ηρωική.
Το βιβλίο αξίζει να διαβασθεί

Σημείωση: Η επιστολή από την οποία εμπνεύστηκε ο συγγραφέας το βιβλίο και στην οποία βασίσθηκε, υπήρξε πραγματικά και βρέθηκε μετά τον πόλεμο στα σκουπίδια ενός αρχείου αξιωματικού των Ναζί.


Χριστ. Λιτζερίνος

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

ΚΙΛΚΙΣ


Με διστακτικό βήμα προσέγγισε την είσοδο του κέντρου νεοσυλλέκτων. Η ώρα κόντευε πέντε το απόγευμα. Ο σκοπός της πύλης, αφού κοίταξε το φυλλάδιο της στρατολογίας, του έκανε νόημα να μπεί από την διπλανή πόρτα μέσα στο στρατόπεδο. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι, ένα μαύρο μπουφάν από πάνω, ένα ζευγάρι σκαρπίνια καφέ και κρεμασμένο στην πλάτη του πλαστικό σακίδιο μιας μαϊμού αθλητικής φίρμας. «Όσο αργότερα μπεις μέσα, τόσο λιγότερο θα υπηρετήσεις» θυμόταν τα λόγια των συχωριανών του όταν έμπαινε στο λεωφορείο του Κτελ για το Κιλκίς, φεύγοντας για πρώτη φορά από το χωριό του. Ο δρόμος από το κέντρο της πόλης μέχρι το στρατόπεδο του φάνηκε ατέλειωτος αλλά δεν επιτάχυνε το βήμα. Ήθελε να υπηρετήσει λιγότερο.
Ακολούθησε τις πινακίδες και έφτασε μπροστά σε ένα τολ ρουχισμού όπου στην είσοδό του  τον περίμενε μια πενταμελή ομάδα φαντάρων σε ένα μακρύ τραπέζι. Έδωσε τα χαρτιά του χωρίς να βγάλει τσιμουδιά και περίμενε σα χαμένος. Ένας φαντάρος λίγο γυναικωτός τον καλωσόρισε 
«Λίγο ακόμα και θα κλείναμε καλέ, εσένα περιμέναμε» για να ξεσπάσουν όλοι σε γέλια. 
«Δυστυχώς τα τριάνταοκτάρια  άρβυλα μας τέλειωσαν τώρα που ήρθες ψάρακα. Τριανταοχτώ φοράνε οι γκομενίτσες. Θα σου δώσουμε ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρια. Βάλε μέσα μπαμπάκι και θα είσαι τζετ» του πέταξε στην  αγκαλιά τις αρβύλες ένας βλογιοκομμένος λοχίας. Φορτωμένος με τον καινούριο ρουχισμό και τη βαριά υπόδηση κίνησε για τον λόχο στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου για να ντυθεί χωρίς να βγάλει τσιμουδιά. 
«Άντε μπορεί να είσαι και τυχερός με αυτά τα άρβυλα θα βρεις και γκόμενα. Όσοι έχουν μεγάλα πόδια έχουν και μεγάλη ψωλή. Το εκτιμούν οι Πόντιες εδώ», κάποιος αναφώνησε πίσω του για να καθήσει στον σβέρκο του ένα σύννεφο από  δυνατά χάχανα που δρόσισε για λίγο τις φοβίες και τις αναστολές του.
Τα γέμισε με μπαμπάκι, κατά πως του είπε ο λοχίας, τα γυάλιζε καθημερινά, στην αρχή του ήταν λίγο άβολα, μετά τα συνήθισε, κανείς δεν ήξερε ότι τα πόδια του δεν ήταν για σαρανταπέντε νούμερο αλλά για τριανταοχτώ, αισθανόταν μερικές φορές ότι είχε ψηλώσει πάνω από το ένα και εξήντα που ήταν, ακόμη και ότι είχε μεγάλη ψωλή αν και το τσουχτερό κρύο δεν του έκανε τη χάρη να τη δει μεγάλη, ένοιωθε κάτω από τα πόδια του τη γη να τρίζει σε κάθε του βήμα και τα μυρμήγκια να τρέχουν αλαφιασμένα  να γλιτώσουν από τα φονικά άρβυλα του γίγαντα. Περίμενε την πρώτη του έξοδο.
«Γιατί βάζεις τις αρβύλες;» τον ρώτησε στον θάλαμο οπλιτών έκπληκτος ο ένοικος του πάνω κρεβατιού. «Με πολιτικά θα βγούμε έξω, άντε βγάλε τη στολή και βάλε τα καλά σου να πάμε για κανά μουνί έξω»
Ο Κωστάκης, έτσι τον φώναζε η μάνα του στο χωριό, έμεινε κόκαλο να κοιτά τον συνάδελφό του που φορούσε ήδη τα καλά του. Είχε σχεδόν ξεχάσει τα καλά του και περισσότερο τα τριανταοχτάρια σκαρπίνια. Έβαλε βιαστικά τα άρβυλα χωρίς να δέσει τα κορδόνια και βγήκε έξω 
«πάω για κατούρημα» ήταν οι τελευταίες του λέξεις πριν τον βρουν να κρέμεται  γυμνός κάτω απ΄τη λαμαρίνα  σε πλήρη στύση.

* * * * *
Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΜΕΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ



Ο Αντώνης από τότε που έπαθε το έμφραγμα, τα χρειάσθηκε, έκοψε το τσιγάρο, άρχισε δίαιτα και βάλθηκε να περπατήσει ολάκερη τη Σαλονίκη ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του γιατρού και τη  μουρμούρα της γυναίκας του που φοβήθηκε μη τον χάσει και χηρέψει. Φόρμες, αθλητικά παπούτσια αντίντας με αερόσολες για να απορροφά τους κραδασμούς του δρόμου, ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό και ακουστικά στ’ αφτιά, να χει συντροφιά στις περιπλανήσεις του στην πόλη. «Η ζωή είναι γλυκιά για να τη χαραμίζουμε σε μαλακίες» ήταν πλέον το σλόγκαν του, αυτός που τα καλά τα χρόνια άδειαζε τρία πακέτα μάλμπορο σε κάθε ολονύκτια συνεδρίαση της τοπικής του ΠΑΣΟΚ Αγίας Τριάδας για να αφομοιώσει τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος και να ετοιμάσει την επίσκεψη του Αντρέα στην πόλη.
Αφού είχε μετρήσει όλες τις πλάκες της παραλιακής μέχρι τη Λεωφόρο Νίκης και όλα τα πεύκα στον Κέδρινο Λόφο, περιόρισε τη διαδρομή από το σπίτι του στη Μπιζανίου, στη Λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου, από εκεί στροφή δεξιά στην Παρασκευοπούλου και από την πεζογέφυρα του Μακεδονία Παλλάς, στον Κήπο της Άμμου, παραλία, μέχρι το Μέγαρο Μουσικής και ξανά πίσω ανάποδα. Αυτή η διαδρομή οριστικοποιήθηκε ως η χειμερινή διαδρομή. Η θερινή διαδρομή περιελάμβανε ατέλειωτα πήγαινε έλα από το εξοχικό του στα Αιγαιοπελαγίτικα, στο μπιτσόμπαρο του κάμπιγκ Ποσειδίου για ένα αναψυκτικό και ξανά πίσω.
Απόψε, μια νύχτα του Δεκέμβρη του 2013 ο Αντώνης επέστρεφε σπίτι του από τη χειμερινή διαδρομή. Είχε περάσει από τον Κήπο της Άμμου και βημάτιζε για την πεζογέφυρα. Μπροστά του το Μακεδονία Παλλάς στεκόταν ολοφώτιστος κυβιστικός όγκος και στα πόδια του η Λεωφόρος Μεγάλου Αλεξάνδρου ένα πολύχρωμο ποτάμι φώτων και φασαρίας. Ανηφόρησε με βήμα αργό στη γέφυρα. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή αυτή την ώρα. Ένας άνδρας στεκόταν στην άκρη της γέφυρας και κοίταζε σκυφτός το ποτάμι των αυτοκινήτων από κάτω. Του φάνηκε ότι ρέμβαζε αλλά από μια ξαφνική κίνηση του αριστερού του ποδιού αναθεώρησε. Είχε καβαλικέψει το κάγκελο, πατώντας σταθερά με το δεξί του στη γέφυρα.
Τι πας να κάνεις; φώναξε με αγωνία επιταχύνοντας το βήμα του, σχεδόν τρέχοντας, Μη με πλησιάζεις, να μη σε νοιάζει, φρέναρε σε μια απόσταση δυο μέτρων από τον άνδρα.
Δεν είναι λογικό αυτό που πας να κάνεις, Πού ξέρεις εσύ τι είναι λογικό και τι δεν είναι, Υποθέτω ότι το να ζεις είναι πιο λογικό από το να μη ζεις, Κι εγώ λέω πιο λογικό είναι να μη ζείς από το να ζεις, Έτσι δεν βγάζουμε άκρη, Είδες που στα έλεγα, Γιατί θες να πεθάνεις; Γιατί δεν θέλω να ζω, Εγώ αν αποφάσιζα να πεθάνω θα έπεφτα από μια γέφυρα σε ένα ποτάμι, Το σκέφτηκα κι εγώ αλλά η γέφυρα του Αξιού είναι μακριά και δεν έχω λεφτά για το ταξί, Θες να σε πάω εγώ με το αμάξι μου; Όχι θα είναι κρύα τα νερά, άσε που μπορεί και να μην πνιγώ γιατί ξέρω κολύμπι, ενώ εδώ και να γλιτώσω από την πτώση όλο και κάποιο αυτοκίνητο θα με αποτελειώσει, Δεν έχεις άδικο άλλωστε όλοι τρέχουν τέτοια ώρα και φυσικά δεν περιμένουν να πέσει μπροστά τους ουρανοκατέβατος κάποιος άνθρωπος, Ναι έτσι είναι, άρα συμφωνούμε ότι αυτή η γέφυρα είναι το καλύτερο μέρος να πεθάνω, Δεν μπορώ να μην συμφωνήσω, Τελικά είσαι λογικός, Λογικά σκεπτόμενος γιατί δεν βάζεις και το δεξί πόδι στο κάγκελο; Είναι η επόμενη κίνησή μου, αλλά εγώ θα αποφασίσω πότε θα την κάνω και όχι εσύ, Κάνεις λάθος τώρα μπήκα  κι εγώ στο παιχνίδι, θα πρέπει να έχω λόγο πότε θα καβαλήσεις το κάγκελο, Γιατί να έχεις; Γιατί με καθυστερείς νυχτιάτικα από τον περίπατό μου, βγάλε και το δεξί πόδι στο κάγκελο, Όχι δεν το βγάζω ακόμη, περιμένω να περάσει το εξι για Καλαμαριά, Τα αστικά ποτέ δεν έρχονται στην ώρα τους και θα ανησυχεί η γυναίκα μου, Η δικιά  μου δεν ανησυχεί ξέρει ότι είμαι στο καφενείο, Πάντα οι γυναίκες ανησυχούν τα βράδια, εμείς οι άνδρες είμαστε αναίσθητοι, Οι αναίσθητοι δεν αυτοκτονούν, Άρα ούτε οι άνδρες αυτοκτονούν, Αν δεχτούμε τον συλλογισμό σου ότι όλοι οι άνδρες είναι αναίσθητοι, Εσύ δε είσαι;, Όχι, Κι εγώ κάποτε δεν ήμουν, Γιατί δεν αυτοκτόνησες, Γιατί δεν  μου  πέρασε από το μυαλό, Τώρα πέρασε απ΄το μυαλό σου; Τώρα το έχω ως ενδεχόμενο αφού είδα εσένα, Ήρθες στα λόγια μου, Τι θα κερδίσεις όμως άμα πέσεις; Τίποτα, θα βάψω τουλάχιστον την άσφαλτο κόκκινη, Και είναι αυτός τρόπος; Βρες μου εσύ έναν τρόπο φεύγοντας από τη ζωή  να βάψω κόκκινη τη Λεωφόρο, Να ρίξεις κόκκινη μπογιά από τη γέφυρα και να φύγεις με τη ζωή, Ζωή λένε τη γκόμενά μου και μένει στην Καλαμαριά, Έχεις και γκόμενα βλέπω, δυο γυναίκες τότε θα ανησυχούν, Καμμία δεν ανησυχεί, άμα πεθάνω τότε δυο γυναίκες ίσως δακρύσουν, για λίγο όμως,  Δυστυχώς αυτός είναι ο κανόνας.
Ο άνδρας κατέβασε το αριστερό του πόδι από το κάγκελο.
Γιατί το κατέβασες; Μούδιασε, Και τι σε πειράζει αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνεις, Θέλω να αισθάνομαι όλα τα μέλη μου όταν θα πεθαίνω. Αν θα προλάβεις να αισθανθείς, Τουλάχιστον για λίγο θα αισθανθώ να πετάω, Από πολυκατοικία θα είχες περισσότερο χρόνο μπροστά σου να αισθανθείς πουλί προτού τσακιστείς στο πεζοδρόμιο, Δεν θάθελα  να λερώσω το πεζοδρόμιο, Στη λεωφόρο όμως μπορεί να ανοίξει λακκούβα  η κεφάλα σου, Δε βαριέσαι όλοι οι δρόμοι έχουν λακκούβες, μια παραπάνω δεν βλάπτει, Σκέφτηκες όμως ότι μπορεί να σκοτωθεί και κάποιος άλλος άνθρωπος που δεν φταίει σε τίποτα; Παράπλευρες απώλειες μιας μάχης, Είναι μάχη ο θάνατος; Ίδια με αυτή της  ζωής, Κι αν νικήσεις  σ’ αυτή τη μάχη; Το αποκλείω γι αυτό την επέλεξα, Εγώ την κέρδισα μια φορά γιατί ήθελα  να ζήσω, Νομίζεις ότι κέρδισες, απλά η γυναίκα σου που δεν ήθελε να πεθάνεις σε έτρεξε στους γιατρούς  και έτυχε εκείνη τη στιγμή ο θάνατος να είναι κάπου αλλού απασχολημένος, Γιατί να μην είναι και σήμερα απασχολημένος; Γιατί όταν ακούσει γδούπο στην άσφαλτο παρατάει όλες τις δουλειές του και τρέχει αμέσως, ααα βλέπω έρχεται το έξι για Καλαμαριά !!
Μια λάμψη άστραψε στα μάτια του άνδρα μέσα στη νύχτα. Δρασκέλισε αργά με τα δυο του πόδια το κάγκελο, αιωρήθηκε για λίγο στη γέφυρα και ύστερα αφέθηκε με τα χέρια ανοιχτά στο κενό της λεωφόρου, ανάλαφρος σαν πουλί  μπροστά στα μάτια του Αντώνη.
Ο θάνατος, που εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένος σε ένα τροχαίο στην επαρχιακή οδό Θεσσαλονίκης-Μουδανιών, δεν άκουσε κανέναν γδούπο στην άσφαλτο και ο άνδρας βρέθηκε χωρίς εισιτήριο να ταξιδεύει για Καλαμαριά. Δεν παρατάει εύκολα τις δουλειές του για ένα απλό σκίσιμο φυσούνας αστικού λεωφορείου.

* * * * * * *

Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΒΟΥΡΒΟΥΡΟΥ




Το μικρό Ζάσταβα αγκομαχούσε  από το βάρος του Μάνθου, της γυναίκας του Αντιγόνης, της πεθεράς του, της κυρίας Ερμιόνης, της κόρης του Ελενίτσας και από τα μπαγκάζια της καλοκαιρινής τους εξόρμησης στην Βουρβουρού που είχαν σκαρφαλώσει στον ουρανό του αυτοκινήτου σφιχτοδεμένα στη σχάρα.
Σκάσαμε, άνοιξε τα παράθυρα  καλέ μπαμπά, παραπονέθηκε η Ελενίτσα, την ώρα που δίπλα της η γιαγιά Ερμιόνη δούλευε την βεντάλια  στη μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ σταγόνες ιδρώτα είχαν ήδη αρχίσει την κατηφορική τους πορεία στο πλούσιο μπούστο της.
Ναι βρε, καλά σου λέει η μικρή, άνοιξε το παράθυρο θα μας σκάσεις, συμπλήρωσε επιτακτικά η «φάλαινα» των πίσω καθισμάτων, έτσι αποκαλούσε την πεθερά του ο Μάνθος, όταν φυσικά δεν τον άκουγε κι αυτή με τη σειρά της τον είχε βαφτίσει «Βρε». Ποτέ δεν είχε ξεστομίσει το όνομά του από τότε που η άμυαλη κόρη της ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον ξεβράκωτο. Κόντευε να ξεχάσει το όνομά του από  τη συμβίωση μαζί της στο ίδιο σπίτι, καθότι για να πάρει τη γυναίκα που ερωτεύτηκε συμβιβάσθηκε με την ιδιότητα του σώγαμπρου.
Έβαλα τον ανεμιστήρα του αυτοκινήτου και δουλεύει, τα ανοιχτά παράθυρα δημιουργούν θόρυβο και δεν ακούμε τη μουσική, αντέτεινε δειλά ο Μάνθος που άκουγε εκείνη την ώρα ένα τραγούδι του Καζαντζίδη στην κασέτα.
Η μουσική σε μάρανε, γκρίνιαξε η κυρία Ερμιόνη και συνέχισε με μεγαλύτερο πάθος να κουνά πέρα δώθε την γιαπωνέζικη βεντάλια της.
Παλιοφάλαινα, έχε χάρη που ζεσταίνεται η μικρή, αλλιώς θα σε άφηνα να σκάσεις, να πλαντάξεις να γίνει μούσκεμα η κωλάρα σου στο κάθισμα, στρίμωξε τις λέξεις στον εγκέφαλο με προσοχή μη του ξεφύγει καμμία και γίνει ταραχή.
Καλά το ανοίγω, φώναξε και κατέβασε το παράθυρό του. Άνοιξε κι εσύ το δικό σου Αντιγόνη, είπε στη γυναίκα του.
Ζεστός αέρας χύμηξε από παντού μέσα στο Ζάσταβα και πήρε τα μαλλιά των γυναικών και τις βαρειές νότες του Καζαντζίδη. Η κυρία Ερμιόνη έβγαλε έναν αναστεναγμό δροσιστικής ανακούφισης και απίθωσε τη βεντάλια πάνω στο πλούσιο στήθος της.
Αχχχχχχ !!!
Αξ και ξερός φάλαινα, σιγομουρμούρισε ο Μάνθος, ενώ ο ζεστός αέρας και οι νότες του Καζαντζίδη έτρεξαν αμέσως να καλύψουν την κουταμάρα του.
Είπες τίποτα βρε; Καρφώθηκε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου η τσιριχτή φωνούλα της κυρίας Ερμιόνης.
Όχι μαμά δροσίστηκα κι εγώ μαζί σου, της απάντησε και η γυναίκα του χαμογέλασε κρυφά.
Το Ζάσταβα πλησίαζε στον Όρμο Παναγιάς όταν στα δεξιά του δρόμου μια ξανθιά κοπέλα με καλλίγραμμο σώμα, κοντό σκισμένο σορτσάκι και τα μπαγκάζια της στον ώμο, τους έκανε νόημα με τον αντίχειρα. Ο Μάνθος άφησε το πόδι του από το γκάζι, περισσότερο για να σκανάρει την κοπελιά από τα Βόρεια Βασίλεια παρά για να την πάρει, η πτώση των στροφών της μηχανής  όμως έγινε αμέσως αντιληπτή στην κυρία Ερμιόνη.
Τι κάνεις βρε, θα βάλεις την παλιοβρώμα μέσα στο αυτοκινητό μας; Τόνισε ιδιαίτερα το «μας» για να του υπενθυμίσει ότι δεν έβαλε φράγκο για την αγορά του αυτοκινήτου και ότι φυσικά της ανήκει.
Τα τσουλιά κυκλοφορούν μόνα τους στον δρόμο, ήθελα να ήξερα πατεράδες δεν έχουν; συνέχισε το κρεσέντο της η κυρία Ερμιόνη
Οι ξετσίπωτες !!! Τα έβγαλαν όλα στη φόρα !!! Οι αντροχωρίστρες !!! Παναγίτσα μου θα μας κάψει ο Θεός, σταυροκοπήθηκε και συνέχισε τον μονόλογο κουνώντας στο φουλ την βεντάλια της και πάλι, ενώ ο Μάθος σιωπούσε μπροστά στον χείμαρρο των κοσμητικών επιθέτων της πεθεράς του με τα οποία στόλιζε την ανυποψίαστη κοπέλα.
Το Ζάσταβα είχε αφήσει ήδη πίσω του την κοπέλα και ο Μάθος έριχνε κλεφτές ματιές στο καθρέπτη του για μια τελευταία εικόνα του βόρειου κάλλους, ενώ η κυρία Ερμιόνη φυσούσε και ξεφυσούσε στο πίσω κάθισμα.
Άνοιξε τα παράθυρα βρεε, μας έσκασες !!!
Ανοιχτά είναι καλέ μαμά, πήρε το λόγο η Αντιγόνη, ενώ ο άνδρας της χαμογελούσε από αγανάκτηση και η Ελενίτσα ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Σε λίγο το Ζάσταβα παρκάρισε στην  αυλή του ενοικιαζομένου διαμερίσματος. Η Αντιγόνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω κι αμέσως ξεχύθηκε από το πίσω κάθισμα η Ελενίτσα. Η κυρία Ερμιόνη χρειάσθηκε τον χρόνο της να ξεκολλήσει από το κάθισμα του τρίθυρου αυτοκινήτου με τη βοήθεια της κόρης της. Ο Μάνθος ξεφόρτωσε τις αποσκευές για να τις φορτωθεί και να ακολουθήσει τις γυναίκες στο διαμέρισμα προς τακτοποίηση του θερινού νοικοκυριού. Το Ζασταβα ήταν πια ελεύθερο να ξαποστάσει μέχρι την πρωινή  εξόρμησή του στο Καρύδι για τα μπάνια της οικογένειας.
Την άλλη μέρα έστησε την ομπρέλα και η Αντιγόνη έστρωσε στην αμμουδιά τις πετσέτες. Η κυρία Ερμιόνη έφτιαξε με το πόδια της μια θέση στην άμμο και θρονιάστηκε. Αμέσως η Ελενίτσα έπιασε δουλειά με το πλαστικό φτυαράκι ρίχνοντας άμμο στα πόδια της γιαγιάς της. Με τα αμμόλουτρα ηρεμούσε από τους πόνους στα πόδια.
Αχχχ τι ζεστά που είναι, αναφώνησε η Ερμιόνη.
Τι να σου κάνει η άμμος φάλαινα, με τόσο φαϊ που τρως θα σκάσεις καμιά ώρα, σκέφτηκε χαιρέκακα ο Μάνθος και άνοιξε την εφημερίδα του.
 Όλα ήταν έτοιμα για τις καλοκαιρινές τους διακοπές στη Βουρβουρού όπως τα είχαν προγραμματίσει, ώσπου δίπλα τους πέταξε το σακίδιο και έβγαλε τα ρούχα της η καλλονή του Βορείου Βασιλείου. Η εφημερίδα έπεσε προς στιγμήν από τα χέρια Μάνθου καθώς η νεαρή έτρεξε να βουτήξει στη θάλασσα. Η Ερμιόνη μισοθαμένη ανταριάστηκε, ενώ την ίδια στιγμή, σχεδόν αστραπιαία, ο ουρανός άλλαζε χρώματα στον ορίζοντα με την ίδια ταχύτητα που άλλαζαν τα χρώματα στο πρόσωπο της Ερμιόνης. Η Αντιγόνη βάλθηκε να μαζεύει βιαστικά τις πετσέτες που πήρε ο αέρας. Η ομπρέλα τους πετούσε ήδη ψηλά και κυρία Ερμιόνη καθηλωμένη στη γούρνα έβλεπε άφωνη τον γαμπρό της μέσα στον γενικό χαμό της παραλίας να θαυμάζει την ξανθιά που αψηφούσε τους νόμους της φύσης.
Ένας δυνατός βρόντος και μια αστραπή έσκισε τον αέρα και οριζοντίωσε την κυρία Ερμιόνη. Ο Μάνθος πήρε το φτυαράκι της Ελενίτσας και έριξε λίγη ζεστή άμμο στην κοιλιά της πεθεράς του.


* * * * *

Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης βρήκε τον Κωνσταντή τριάντα πέντε χρονώ να περιδιαβαίνει με το άλογό του τα χωριά του μακεδονικού κάμπου πουλώντας μικροπράματα για τις νοικοκυρές, καρφίτσες, βελόνες, παραμάνες, κόπιτσες, κουμπιά, διαλαλώντας το εμπόρευμά του
« Ένα τσουβάλι παραμάνες μια δραχμήηηηη …. Ο πραματευτήηηης»
Ορκισμένος εργένης και λάτρης του ωραίου φύλου, αγαπούσε τις γυναίκες με έναν δικό του τρόπο που του έδινε την δυνατότητα κάθε φορά να ξεγλιστράει από τα δίχτυα του γάμου και να πορεύεται πάντα μόνος, ανάμεσα σε Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Εβραίους.
Έλεγε ιστορίες στις γυναίκες για την φοράδα του, την Μαρούλα,  που την φρόντιζε σα να ήταν γυναίκα και ερωμένη του, τον πόλεμο, κι αυτές αγόραζαν από τα χέρια του καρφίτσες, βελόνες, παραμάνες, κόπιτσες, κουμπιά και από το στόμα του αμαρτωλά όνειρα και κρυφές επιθυμίες που μόνο ορισμένες χήρες μπορούσαν να μετουσιώσουν σε πραγματικότητα.
Ο Κωνσταντής είχε αδυναμία στις χήρες και ιδιαίτερα όσες είχαν την ατυχία να χηρέψουν νέες ακόμη χωρίς να προλάβουν να γνωρίσουν καλά τις χαρές του έρωτα ανάμεσα στα πόδια τους, κατά πως έλεγε. Δεν έλεγε βέβαια όχι σε όποια παντρεμένη ήθελε να δει την πραμάτεια του πιο ιδιωτικά, φρόντιζε όμως σε αυτές τις περιπτώσεις πάντα τα νώτα του ώστε να μην βρεθούν εκτεθειμένα και γυμνά σε όποιον σύζυγο γύριζε  ξαφνικά και απροσκάλεστος από το χωράφι του.
«Δόξα το Θεό, δεν με πέτυχε μέχρι τώρα κανένας στο κρεβάτι» έλεγε με ανακούφιση, παρότι φοβόταν τον Θεό και ήξερε πώς δεν πρέπει να τον δοξάζει που καλύπτει τις ανομίες του, αν και ο Θεός ποτέ δεν καλύπτει ανομίες το πολύ πολύ να κάνει τα στραβά μάτια.
«Μέχρι πότε θα με κάνεις τα στραβά μάτια;» έλεγε ενοχλημένος στον Θεό του, κατά πως συνήθιζε να μιλάει μονάχος του  καβάλα στη Μαρούλα.  
Καχύποπτα και με φόβο τον κοιτούσαν στα καφενεία οι παντρεμένοι άνδρες, αποφεύγοντας τα πολλά πάρε δώσε μαζί του. Κάθε φορά που πήγαινε στον καφενέ και τον βλέπανε, παράξενα λόγια  ερχόταν απροσκάλεστα στο μυαλό τους:  «Στις εννια του μακαρίτη άλλον έβαλε στο σπίτι» κι αρχίζανε τα σταυροκοπήματα και τα φτυσίματα του κόρφου, κρυφίως, μην γίνουν και ρεζίλι.
Σε ένα από τα ταξίδια του στα χωριά του μακεδονικού κάμπου γνώρισε την Αλεξάνδρα. Ατύχησε και χήρεψε στα σαράντα, αλλά η ομορφιά της νιότης δεν έλεγε ακόμη να την εγκαταλείψει, παρά τις διάσπαρτες ρυτίδες που άρχισαν να αυλακώνουν το πρόσωπό της. Η Αλεξάνδρα έβγαζε τα προς το ζην μόνη ασκώντας την υφαντική τέχνη που είχε μάθει κοριτσάκι ακόμη από τη μαΐστρα μάνα της. Δούλευε καθημερινά τον αργαλειό και ύφαινε κουρελούδες, κουβέρτες, χαλιά, καρπέτες και επιπλέον κεντούσε υπέροχα σχέδια σε ρούχα, ποδιές, μαντήλια. Τα είχε όλα τακτοποιημένα μέσα στο ισόγειο του σπιτιού της ανά είδος, σε μια σειρά τα ταχταλίδικα, σε άλλη τα φλοσένια, σε άλλη οι πολύχρωμες κουρελούδες, αλλού οι καρπέτες, αλλού τα χασεδένια, κι αλλού τα υφάσματα που προορίζονταν για κέντημα.
Αφού η Αλεξάνδρα έχρισε τον Κωνσταντή προμηθευτή της, του επέτρεψε να γνωρίσει και την καλλιτεχνία του αργαλειού της. Η ίδια απαντούσε στην ηθικοπλαστική ρητορική της γειτονιάς χτυπώντας δυνατά τον αργαλειό και πετώντας ευθύβολα τη σαïτα με το  υφάδι στην κρόκη.
Το μάτι του Κωνσταντή μια μέρα έπεσε σε μια στιβα τακτοποιημένη που πάνω πάνω της ξεχώριζε μια ποδιά μαύρη μεταξωτή η οποία είχε στις άκρες της δυο παγώνια αρσενικά αντικριστά με ανοιχτά τα σμαραγδένια φτερά τους, φυλακισμένα από ένα περίτεχνο χρυσό σιρίτι σε όλη την περίμετρό της.
«Πόσο την πουλάς;» ρώτησε ο Κωνσταντής
«Σε ποια σκέφτεσαι να την χαρίσεις;» του πέταξε ξεκάθαρα η Αλεξάνδρα
«Θέλω μια ντουζίνα. Σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω και ρούχα, τόσες γυναίκες πελάτισσες έχω»
Η γυναίκα τον κοίταξε καχύποπτα πάνω από τα γυαλιά της.
«Ας είναι, φρόντισε μόνο να τις πουλήσεις σε άλλα χωριά, όχι εδώ» του είπε με νόημα.
«Αυτή με τα παγώνια …. δεν θέλω άλλο σχέδιο, μη σε βάζω και σε κόπο…» χαμογέλασε πονηρά το λεπτό μουστάκι του Κωνσταντή.
Ο Κωνσταντής χαράματα, φορτωμένος αυτή τη φορά εκτός από καρφίτσες, βελόνες, παραμάνες, κόπιτσες, κουμπιά και με μια ντουζίνα από μαύρες μεταξωτές ποδιές,  κίνησε για τα άλλα χωριά, κατά πως τον συμβούλεψε η Αλεξάνδρα, όχι για να πουλήσει ποδιές, αλλά για να χαρίσει … στις γυναίκες που του χάριζαν τον έρωτά τους.
Σε ένα από τα χωριά του κάμπου ο Κωνσταντής ξεπέζεψε στον καφενέ για να πιει ένα τσίπουρο και να ξεκουραστεί. Πλησίαζε η 17 Ιουλίου και στο χωριό γιόρταζε η εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη της Αγίας Μαρίνας. Οι ανύπαντροι άνδρες τον καλωσόρισαν, ενώ οι παντρεμένοι σταυροκοπιόταν και έφτυναν τον κόρφο τους, όλα αυτά βέβαια όπως είπαμε κρυφίως, μην γίνουν και ρεζίλι. Οι νεαροί, περίεργοι και φιλομαθείς, του ζητούσαν να τους ιστορήσει τα αγκαλιάσματά του με τις χήρες στα χωριά, ώσπου ο πρόεδρος του χωριού σηκώθηκε πάνω φανερά ενοχλημένος από τη συζήτηση που γινόταν εις επήκοον όλων.
«Άκου να δεις κυρ Κωνσταντή, δεν ξέρω τι γίνεται στα άλλα χωριά, στο δικό μας χωριό οι ελεύθερες, οι χήρες και οι παντρεμένες είναι ηθικές, δεν γυρίζουν να δουν άντρα στα μάτια»
«Και στ’ άλλα χωριά πρόεδρε δεν με κοιτάνε στα μάτια» είπε ο Κωνσταντής και ο καφενές πλάνταξε στα γέλια.
«Βάζω στοίχημα ότι δεν γύρισε να σε κοιτάξει καμμία γυναίκα του χωριού μας» αντέλεξε αγριεμένα ο πρόεδρος, που είχε κατεβάσει εν τω μεταξύ δυο τρία τσίπουρα.
«Μη βάζεις ποτέ στοίχημα αν δεν είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμα» του χαμογέλασε ο Κωνσταντής.
« Ας είναι όμως. Βάζω το στοίχημα και άμα χάσω θα σου δώσω δέκα δραχμές πρόεδρε»
«Και άμα κερδίσεις;» ρώτησε με αγωνία ο πρόεδρος
«Άμα κερδίσω την αμοιβή μου θα την καθορίσει ο Θεός» του είπε ο Κωνσταντής και δώσανε τα χέρια.
Ο Κωνσταντής σηκώθηκε όρθιος, έσιαξε τη μαύρη βράκα του, χάιδεψε το μουστακάκι του και είπε:
«Το βράδυ στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας θα μάθουμε ποιος κέρδισε και ποιος έχασε» Ύστερα κίνησε με την Μαρούλα και την πραμάτεια του στις γειτονιές για να δεις τις πελάτισσές του και να βγάλει το μεροκάματο. Κουβαλούσε καρφίτσες, βελόνες, παραμάνες, κόπιτσες, κουμπιά και μια ντουζίνα από μαύρες μεταξωτές ποδιές.
Το βράδυ άρχισε να μαζεύεται κόσμος στο χοροστάσι, στην αρχή τα πιτσιρίκια με τα σκισμένα και σκονισμένα από το παιχνίδι κοντοπαντέλονά τους πιάσανε θέση κοντά στην ορχήστρα, χάμω στο χώμα για να μπορούν να κρυφοκοιτάζουν τον ποδόγυρο των γυναικών που θα χόρευαν, ύστερα οι άνδρες με τα καλά τους βαμβακερά παντελόνια και τα λινά πουκάμισα και τέλος σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται οι γυναίκες που είχαν ένα επιπλέον βάσανο να τελέσουν: να φορέσουν την καλή τους ακριβή στολή με όλα τα πλουμίδια για το πανηγύρι και τον χορό.
Ο πρόεδρος αγωνιούσε για την έκβαση του στοιχήματος που έβαλε και δεν έβλεπε πουθενά τριγύρω τον Κωνσταντή.
«Τον μπαγάσα φοβήθηκε και το σκασε. Μόνο λόγια είναι» μονολόγησε ανάμεσα στα δόντια του, ώσπου ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις άλλες γυναίκες η χήρα του Θοδωρή του κουρέα με μια ολόμαυρη στολή με μαύρο μαντήλι και στη μέση της μια μαύρη μεταξωτή ποδιά η οποία είχε στις άκρες της δυο παγώνια αρσενικά αντικριστά με ανοιχτά τα σμαραγδένια φτερά τους, φυλακισμένα από ένα περίτεχνο χρυσό σιρίτι σε όλη την περίμετρό της. Ύστερα η χήρα του Γαμέμνου, η χήρα του Πολυχρόνη, η χήρα του Νικολού και τέλος η γυναίκα του προέδρου με την καινούρια  πλουμιστή στολή της, στολισμένη με ένα πολύχρωμο μαντήλι στα μαλλιά, δυο σειρές φλουριά στα στήθια της, και στη μέση την ίδια  μαύρη μεταξωτή ποδιά.
Τα παγώνια φτερούγισαν από τις ποδιές των γυναικών, πετώντας έξω από τη χρυσή φυλακή τους πάνω από τα σαστισμένα κεφάλια των ανδρών.
Ο Κωνσταντής, καβάλα στη Μαρούλα, κάτω από τον έναστρο ουρανό στη μέση του μακεδονικού κάμπου τάλεγε με τον Θεό του
«Καιρός ήταν να πάψεις να με κάνεις τα στραβά μάτια»

* * * * * 

Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

ΡΟΥΜΠΙΝΑ - Η γκεζερά της Αθωότητας

  Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από το e-shop των Εκδόσεων Ελκυστής, κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:  You can get the book from ...